φιμώσει

φιμώσει
φίμωσις
muzzling
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
φιμώσεϊ , φίμωσις
muzzling
fem dat sg (epic)
φίμωσις
muzzling
fem dat sg (attic ionic)
φῑμώσει , φιμόω
muzzle
aor subj act 3rd sg (epic)
φῑμώσει , φιμόω
muzzle
fut ind mid 2nd sg
φῑμώσει , φιμόω
muzzle
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φίμωση — η 1. το κλείσιμο του στόματος, το να φιμώσει κανείς κάτι, βούλωμα, στούμπωμα. 2. επιβολή σιγής, σίγηση, κατάπνιξη φωνής: Η φίμωση του τύπου. 3. (ιατρ.), στένωση της πόσθης του πέους, ώστε να εμποδίζεται η αποκάλυψη της βαλάνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”